- ακτινόμορφος
- -η, -ο1. ακτινοειδής2. το ουδ. ως ουσ. Βοτ. Ακτινόμορφο ή ακτινωτόκάθε φυτικό όργανο που έχει ακτινωτή συμμετρία, δηλαδή είναι δυνατόν να χωριστεί σε δύο ίσα μέρη με όλα τα επίπεδα που διέρχονται από τον κύριο άξονά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα + -μορφος < μορφή. Η λ. χρησιμοποιείται και ως όρος τής βοτανικής, πρβλ. κοιν. αγγλ. actinomorphous ή actinomorphic].
Dictionary of Greek. 2013.